οπαλίνα

οπαλίνα
η
1. αδιαφανρωματιστό, από το οποίο κατασκευάζονται διάές συνήθως γυαλί ή κρύσταλλο, λευκό ή χφορα διακοσμητικά αντικείμενα
2. διαφανές και λεπτοΰφαντο γαλακτόχρωμο ύφασμα με ιριδισμούς, που χρησιμοποιείται για κουρτίνες κ.α.
3. ζωολ. α) τυπικό γένος τής υπερομοταξίας τών οπαλινών
β) στον πληθ. οι οπαλίνες
υπερομοταξία πρωτοζώων με 150 περίπου είδη, που είναι συμβιωτικά τού εντέρου αμφιβίων, κυρίως, αλλά και ερπετών και ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < opaline < λατ. opalus «οπάλιος» + κατάλ. -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπαλίνα — η είδος παράσιτου που ζει στον εντερικό σωλήνα του βατράχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”